μεταγραφικός

μεταγραφικός
μεταγραφικός, -ή, -όν (ΑM) [μεταγραφή]
αντιγραφικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντιγραφή («πταῑσμα μεταγραφικόν» — λάθος κατά την αντιγραφή, Τζέτζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταγραφικόν — μεταγραφικός of masc acc sg μεταγραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”